Πριμοδότηση στα ισλανδικά
Μετάφραση: πριμοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aukagjald, iðgjald, hágæða, gæðaflokki, í gæðaflokki
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πριμοδότηση
πριμοδότηση αθλητών, πριμοδότηση πρώτου κόμματος, πριμοδότηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πριμοδότηση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πρηνής στα ισλανδικά - procumbent
- πριμ στα ισλανδικά - bónus, bónusa, bónusar, kaupaukar, kaupauka
- πριν στα ισλανδικά - áður, fyrir, síðan, löngu síðan, fyrir löngu síðan
- πριονίζω στα ισλανδικά - jag
Τυχαίες λέξεις
Πριμοδότηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: aukagjald, iðgjald, hágæða, gæðaflokki, í gæðaflokki
Μεταφράσεις: aukagjald, iðgjald, hágæða, gæðaflokki, í gæðaflokki