Σανδάλι στα δανικά
Μετάφραση: σανδάλι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sandal, sandalen, sandaler, sandalens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σανδάλι
ανατομικό σανδάλι, ανδρικό σανδάλι, χειροποίητο σανδάλι, σανδάλι ετυμολογία, σανδάλι πέλλας, σανδάλι λεξικό γλώσσας δανικά, σανδάλι στα δανικά
Μεταφράσεις
- σανίδα στα δανικά - bræt, planke, plank, planken, programpunkt
- σανίδωμα στα δανικά - brædder, planker, plankerne, bordlægningen, planking
- σανός στα δανικά - hø, Hay, hø-, høet
- σαπίζω στα δανικά - rådne, såre dybt, dræber, døder, hjælp dræber
Τυχαίες λέξεις
Σανδάλι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sandal, sandalen, sandaler, sandalens
Μεταφράσεις: sandal, sandalen, sandaler, sandalens