Σανδάλι στα σουηδικά

Μετάφραση: σανδάλι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sandal, sandalen, sandaler
Σανδάλι στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σανδάλι

ανατομικό σανδάλι, ανδρικό σανδάλι, χειροποίητο σανδάλι, σανδάλι ετυμολογία, σανδάλι πέλλας, σανδάλι λεξικό γλώσσας σουηδικά, σανδάλι στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • σανίδα στα σουηδικά - planka, tavla, kost, bord, nämnd, plankan, plank, ...
  • σανίδωμα στα σουηδικά - bordläggning, bordläggningen, plank, plankor, planking
  • σανός στα σουηδικά - hö, Hay, Höutrustning, Foder, höet
  • σαπίζω στα σουηδικά - förfall, röta, ruttna, späka, förödmjuka, kuva, späker
Τυχαίες λέξεις
Σανδάλι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: sandal, sandalen, sandaler