Σανδάλι στα πολωνικά
Μετάφραση: σανδάλι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trepek, sandał, bosak, sandały, sandal, sandałów
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σανδάλι
ανατομικό σανδάλι, ανδρικό σανδάλι, χειροποίητο σανδάλι, σανδάλι ετυμολογία, σανδάλι πέλλας, σανδάλι λεξικό γλώσσας πολωνικά, σανδάλι στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- σανίδα στα πολωνικά - plansza, wsiąść, dylować, burta, kolegium, wsiadać, komisja, ...
- σανίδωμα στα πολωνικά - oszalowanie, deskowanie, parkan, szalowanie, ciułanie, cembrowina, wyżywienie, ...
- σανός στα πολωνικά - siano, sienny, Hay, siana, do siana
- σαπίζω στα πολωνικά - niszczyć, podupadać, psucie, uszkodzenie, spróchnieć, marnieć, murszeć, ...
Τυχαίες λέξεις
Σανδάλι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: trepek, sandał, bosak, sandały, sandal, sandałów
Μεταφράσεις: trepek, sandał, bosak, sandały, sandal, sandałów