Σκίζω στα δανικά
Μετάφραση: σκίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tåre, rIP, undersøgelsesperioden, NUP, UP, fornyede undersøgelsesperiode
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκίζω
σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω ή σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω slang, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω λεξικό γλώσσας δανικά, σκίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- σκέψη στα δανικά - tanke, tænkning, tænker, tænke, at tænke, tænkte
- σκήπτρο στα δανικά - scepter, scepteret, Spir, sceptret, Kongespir
- σκίουρος στα δανικά - egern, squirrel, egernet, squirrelbillede
- σκίτσο στα δανικά - skitse, udkast, planlægge, tegning, skitsen, sketch
Τυχαίες λέξεις
Σκίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tåre, rIP, undersøgelsesperioden, NUP, UP, fornyede undersøgelsesperiode
Μεταφράσεις: tåre, rIP, undersøgelsesperioden, NUP, UP, fornyede undersøgelsesperiode