Σκίζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: σκίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rífa, Rip
Σκίζω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκίζω

σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω ή σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω slang, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σκίζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • σκέψη στα ισλανδικά - hugsun, hugsa, að hugsa, hugsa um, að hugsa um
  • σκήπτρο στα ισλανδικά - veldissproti, sproti, veldissprotinn
  • σκίουρος στα ισλανδικά - íkorna, íkorni, Squirrel
  • σκίτσο στα ισλανδικά - skissa, skissu, teikning, yfirlitsteikning, rissa
Τυχαίες λέξεις
Σκίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: rífa, Rip