Σκίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: σκίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ašara, plėšyti, dumti, paleistuvis, perkirpti, bangų grūstis
Σκίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκίζω

σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω ή σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω slang, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σκίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • σκέψη στα λιθουανικά - rūpestingumas, dėmesys, nuomonė, idėja, pažiūra, mąstymas, galvoti, ...
  • σκήπτρο στα λιθουανικά - skeptras, skeptrą, karaliaus valdžia, Berło, sceptre
  • σκίουρος στα λιθουανικά - voverė, voverės, squirrel, voveraitė, laikyti atsargai
  • σκίτσο στα λιθουανικά - škicas, eskizas, brėžinys, schema
Τυχαίες λέξεις
Σκίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ašara, plėšyti, dumti, paleistuvis, perkirpti, bangų grūstis