Σκίζω στα εσθονικά
Μετάφραση: σκίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rebend, käristama, pisar, rebima, liduma, lõhki lõikama, lainete murdumine, liiderdaja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκίζω
σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω ή σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω slang, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, σκίζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- σκέψη στα εσθονικά - taktitunne, vastutasu, mõte, kaalutlemine, mõtlemine, mõelda, mõtlesin, ...
- σκήπτρο στα εσθονικά - valitsuskepp, skepter, scepter, Valtikka
- σκίουρος στα εσθονικά - orav, orava, oravakarvadest, oravat, squirrel
- σκίτσο στα εσθονικά - visand, skits, eskiis, skeem, visandi, visandit
Τυχαίες λέξεις
Σκίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: rebend, käristama, pisar, rebima, liduma, lõhki lõikama, lainete murdumine, liiderdaja
Μεταφράσεις: rebend, käristama, pisar, rebima, liduma, lõhki lõikama, lainete murdumine, liiderdaja