Σκίζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: σκίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
солзата, RIP, рипувате, коцкар
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκίζω
σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω ή σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω slang, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, σκίζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- σκέψη στα σλαβομακεδονικά - идеја, размислување, мислејќи, размислувам, мисли, размислува
- σκήπτρο στα σλαβομακεδονικά - жезол, скиптар, скиптарот, жезлото, жезал
- σκίουρος στα σλαβομακεδονικά - верверицата, верверица, верверичка, катерица, верверица се
- σκίτσο στα σλαβομακεδονικά - скица, скицата, скеч, скица на, цртеж
Τυχαίες λέξεις
Σκίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: солзата, RIP, рипувате, коцкар
Μεταφράσεις: солзата, RIP, рипувате, коцкар