Σκίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σκίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descoser, rasgar, dilacerar, lágrima, motim, romper, rasgo, equipe, descanse em paz, RIP, PIR, de rip
Σκίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκίζω

σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω ή σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω slang, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σκίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σκέψη στα πορτογαλικά - pensamento, embora, opinião, parecer, pensando, pensar, a pensar, ...
  • σκήπτρο στα πορτογαλικά - cetro, ceptro, sceptre, scepter, cetro de
  • σκίουρος στα πορτογαλικά - lula, esquilo, Squirrel, do esquilo, de esquilo, esquilo de
  • σκίτσο στα πορτογαλικά - esqueleto, esboçar, esboço, desenho, rascunho, de esboço
Τυχαίες λέξεις
Σκίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: descoser, rasgar, dilacerar, lágrima, motim, romper, rasgo, equipe, descanse em paz, RIP, PIR, de rip