Σκεπάζω στα δανικά

Μετάφραση: σκεπάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tæppe, iklæde, klæde, tøj, klæder, iføre
Σκεπάζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκεπάζω

σκεπάζω ονειροκρίτης, σκεπάζω συνωνυμα, σκεπάζω αγγλικά, σκεπάζω συνώνυμο, σκεπάζω λεξικό γλώσσας δανικά, σκεπάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σκαστός στα δανικά - kæft, lukke, lukke op, holde kæft, kćft
  • σκελετός στα δανικά - ramme, skelet, skelettet, skeleton
  • σκεπή στα δανικά - tag, Taget, Taget for
  • σκεπτικισμός στα δανικά - skepsis, skepticisme, skeptisk, skeptiske
Τυχαίες λέξεις
Σκεπάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tæppe, iklæde, klæde, tøj, klæder, iføre