Σκεπάζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σκεπάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cobertor, coberta, colcha, vestir, revestir, vesti, vestirá
Σκεπάζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκεπάζω

σκεπάζω ονειροκρίτης, σκεπάζω συνωνυμα, σκεπάζω αγγλικά, σκεπάζω συνώνυμο, σκεπάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σκεπάζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σκαστός στα πορτογαλικά - cale-se, calar a boca, feche acima, cale a boca, cala a boca
  • σκελετός στα πορτογαλικά - estrutura, quadro, moldura, esqueleto, caixilho, modelo, perfumado, ...
  • σκεπή στα πορτογαλικά - cobrir, teto, tecto, telhado, roma, eirado, housetop
  • σκεπτικισμός στα πορτογαλικά - ceticismo, cepticismo, o ceticismo, o cepticismo
Τυχαίες λέξεις
Σκεπάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cobertor, coberta, colcha, vestir, revestir, vesti, vestirá