Σκεπάζω στα εσθονικά
Μετάφραση: σκεπάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tekk, vaip, riietama, riietada, riietanud, riietan, riietasid
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκεπάζω
σκεπάζω ονειροκρίτης, σκεπάζω συνωνυμα, σκεπάζω αγγλικά, σκεπάζω συνώνυμο, σκεπάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, σκεπάζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- σκαστός στα εσθονικά - kõlav, kaikuv, suu kinni, vait, ole vait, jää vait, vait jääda
- σκελετός στα εσθονικά - kandesõrestik, raamima, karkass, raamistik, keha, skelett, luukere, ...
- σκεπή στα εσθονικά - katus, Katus, katusel, katusele
- σκεπτικισμός στα εσθονικά - skeptilisus, skeptitsism, skeptitsismi, skeptilisust, skepsist
Τυχαίες λέξεις
Σκεπάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tekk, vaip, riietama, riietada, riietanud, riietan, riietasid
Μεταφράσεις: tekk, vaip, riietama, riietada, riietanud, riietan, riietasid