Σκεπάζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: σκεπάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klæða, klædduð, klæðast, þá klæða, klæðir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκεπάζω
σκεπάζω ονειροκρίτης, σκεπάζω συνωνυμα, σκεπάζω αγγλικά, σκεπάζω συνώνυμο, σκεπάζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σκεπάζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σκαστός στα ισλανδικά - leggja, lokað, loka, lokaði, að leggja
- σκελετός στα ισλανδικά - beinagrind, beinagrindarinnar, beinagrindin, beinagrind í, stoðgrind
- σκεπή στα ισλανδικά - þak, þaki, þaki uppi
- σκεπτικισμός στα ισλανδικά - efahyggja, tortryggni, efahyggju, efasemdum, Efahyggjan
Τυχαίες λέξεις
Σκεπάζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: klæða, klædduð, klæðast, þá klæða, klæðir
Μεταφράσεις: klæða, klædduð, klæðast, þá klæða, klæðir