Σκεπάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: σκεπάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
одеяло, обличам, облека, облича, облекат, облечеш
Σκεπάζω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκεπάζω

σκεπάζω ονειροκρίτης, σκεπάζω συνωνυμα, σκεπάζω αγγλικά, σκεπάζω συνώνυμο, σκεπάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σκεπάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • σκαστός στα βουλγαρικά - млъкни, затвори, затворен, млъкне, млъкнеш
  • σκελετός στα βουλγαρικά - конструкция, скелет, скелета, каркасни, каркасно
  • σκεπή στα βουλγαρικά - покрив, къщния покрив, покрива, къщния покрив да, покрива на къщата
  • σκεπτικισμός στα βουλγαρικά - скептицизъм, скептицизма, скептицизъм по, скептично
Τυχαίες λέξεις
Σκεπάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: одеяло, обличам, облека, облича, облекат, облечеш