Σκεπάζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: σκεπάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
antklodė, aprengti, aprengia, apsirengiate, apsirengti, apvilksiu
Σκεπάζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκεπάζω

σκεπάζω ονειροκρίτης, σκεπάζω συνωνυμα, σκεπάζω αγγλικά, σκεπάζω συνώνυμο, σκεπάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σκεπάζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • σκαστός στα λιθουανικά - užsičiaupk, nutildyti, nutilk, priversti nutilti, aklinai uždaryti
  • σκελετός στα λιθουανικά - griaučiai, rėmai, karkasas, skeletas, skeleto, skeleton
  • σκεπή στα λιθουανικά - stogas, Stogų
  • σκεπτικισμός στα λιθουανικά - skepticizmas, skepticizmo, skepticizmą, skeptiškumas, skeptiškai
Τυχαίες λέξεις
Σκεπάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: antklodė, aprengti, aprengia, apsirengiate, apsirengti, apvilksiu