Στρες στα δανικά
Μετάφραση: στρες, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tryk, betoning, stress, belastning, understrege, spænding
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρες
στρες και αρρυθμιες, στρες και ανοσοποιητικο, στρες και εντερο, στρες συνωνυμα, στρες αγχος συμπτωματα, στρες λεξικό γλώσσας δανικά, στρες στα δανικά
Μεταφράσεις
- στρατώνας στα δανικά - kaserne, barak, barrack, barakken, kasernen
- στρεβλώνω στα δανικά - twist, drejning, tvist, snoning, drej
- στριγγλίζω στα δανικά - skrig, råbe, råb, skrige, skingrede
- στριγκλίζω στα δανικά - skrig, råbe, råb, skrige, screech, hvin, hvine
Τυχαίες λέξεις
Στρες στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tryk, betoning, stress, belastning, understrege, spænding
Μεταφράσεις: tryk, betoning, stress, belastning, understrege, spænding