Στρες στα ολλανδικά

Μετάφραση: στρες, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
accentueren, beklemtonen, spanning, klemtoon, nadruk, belasting
Στρες στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρες

στρες και αρρυθμιες, στρες και ανοσοποιητικο, στρες και εντερο, στρες συνωνυμα, στρες αγχος συμπτωματα, στρες λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στρες στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στρατώνας στα ολλανδικά - kazerne, barak, barrack, barakken, de barak
  • στρεβλώνω στα ολλανδικά - twist, draai, tintje, wending, draaien
  • στριγγλίζω στα ολλανδικά - huilen, schreeuwen, gillen, weeklagen, bulderen, blèren, brullen, ...
  • στριγκλίζω στα ολλανδικά - gil, schreeuwen, brullen, blèren, schreeuw, roepen, roep, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρες στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: accentueren, beklemtonen, spanning, klemtoon, nadruk, belasting