Στρες στα λιθουανικά

Μετάφραση: στρες, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akcentuoti, stresas, streso, stresą, įtampa, įtempių
Στρες στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρες

στρες και αρρυθμιες, στρες και ανοσοποιητικο, στρες και εντερο, στρες συνωνυμα, στρες αγχος συμπτωματα, στρες λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στρες στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • στρατώνας στα λιθουανικά - kareivinės, barakas, Barrack, apgyvendinti kareivinėse, barak, Dislokuoti barakās
  • στρεβλώνω στα λιθουανικά - sukti, Tvist, Twist, pasukti, iškrypa
  • στριγγλίζω στα λιθουανικά - rėkti, šauksmas, šaukti, shrilled
  • στριγκλίζω στα λιθουανικά - šaukti, šauksmas, rėkti, žviegimas, spygauti, kliegti, cipčioti, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρες στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: akcentuoti, stresas, streso, stresą, įtampa, įtempių