Στρες στα τούρκικα

Μετάφραση: στρες, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
stres, gerilme, stresi, stresin, gerilmesi
Στρες στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρες

στρες και αρρυθμιες, στρες και ανοσοποιητικο, στρες και εντερο, στρες συνωνυμα, στρες αγχος συμπτωματα, στρες λεξικό γλώσσας τούρκικα, στρες στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • στρατώνας στα τούρκικα - kışla, baraka, barrack, tezahürat, barakada
  • στρεβλώνω στα τούρκικα - bükülme, büküm, bir twist, bükümlü, bükme
  • στριγγλίζω στα τούρκικα - çığlık, haykırmak, ses, haykırış, shrilled
  • στριγκλίζω στα τούρκικα - haykırış, ses, feryat, haykırmak, çığlık, bağırmak, gıcırdatmak, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρες στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: stres, gerilme, stresi, stresin, gerilmesi