Συντριπτικός στα δανικά
Μετάφραση: συντριπτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
knusning, knuse, knusende, at knuse, knusning af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντριπτικός
συντριπτικόσ συνώνυμο, συντριπτικός λεξικό γλώσσας δανικά, συντριπτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- συντονισμός στα δανικά - koordination, koordinering, samordning, koordineringen, samordningen
- συντρίβω στα δανικά - knuse, squelch, kvæle, undertrykke, plaske, slubre
- συντροφιά στα δανικά - selskab, kammeratskab, venskab, følgeskab, ledsagelse
- συνυπάρχω στα δανικά - sameksistere, eksistere side om side, side om side, eksistere, eksisterer side om side
Τυχαίες λέξεις
Συντριπτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: knusning, knuse, knusende, at knuse, knusning af
Μεταφράσεις: knusning, knuse, knusende, at knuse, knusning af