Συντριπτικός στα τούρκικα

Μετάφραση: συντριπτικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ezme, kırma, taş kırma, taş kırma makinesi, ezici
Συντριπτικός στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντριπτικός

συντριπτικόσ συνώνυμο, συντριπτικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, συντριπτικός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • συντονισμός στα τούρκικα - koordinasyon, koordinasyonu, eşgüdüm, Koordinatörlüğü, bir koordinasyon
  • συντρίβω στα τούρκικα - yalamak, darbe, çiğnemek, şap, çamur, susturmak, pestilini çıkarmak
  • συντροφιά στα τούρκικα - yoldaşlık, arkadaşlık, refakat, eşlik, refakatçi
  • συνυπάρχω στα τούρκικα - arada, bir arada, arada var, bir arada var, birarada
Τυχαίες λέξεις
Συντριπτικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ezme, kırma, taş kırma, taş kırma makinesi, ezici