Συντριπτικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συντριπτικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esmagador, esmagamento, esmagando, esmagar, trituração
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντριπτικός
συντριπτικόσ συνώνυμο, συντριπτικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συντριπτικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συντονισμός στα πορτογαλικά - coordenação, a coordenação, de coordenação, uma coordenação, da coordenação
- συντρίβω στα πορτογαλικά - aniquilar, licença, subjugar, oprima, acabrunhar, atordoar, esperto, ...
- συντροφιά στα πορτογαλικά - companhia, camaradagem, companheirismo, companionship, a companhia
- συνυπάρχω στα πορτογαλικά - conviver, coexistir, coexistem, convivem, coexistência
Τυχαίες λέξεις
Συντριπτικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: esmagador, esmagamento, esmagando, esmagar, trituração
Μεταφράσεις: esmagador, esmagamento, esmagando, esmagar, trituração