Συντριπτικός στα τσεχικά

Μετάφραση: συντριπτικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mačkání, drcení, zdrcující, drtivý, drcením, rozdrcení
Συντριπτικός στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντριπτικός

συντριπτικόσ συνώνυμο, συντριπτικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, συντριπτικός στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • συντονισμός στα τσεχικά - koordinace, sladění, koordinaci, koordinační, koordinací
  • συντρίβω στα τσεχικά - úder, vrhnout, lízat, pomlčka, mrštit, vylízat, praštit, ...
  • συντροφιά στα τσεχικά - kamarádství, přátelství, společenství, společnost, spolek, Doprovod, Companionship, ...
  • συνυπάρχω στα τσεχικά - koexistovat, koexistují, existovat vedle sebe, existovat společně, vedle sebe existují
Τυχαίες λέξεις
Συντριπτικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: mačkání, drcení, zdrcující, drtivý, drcením, rozdrcení