Συντριπτικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: συντριπτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нищівний, дроблення, роздрібнення, подрібнення, розподіл, поділ
Συντριπτικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντριπτικός

συντριπτικόσ συνώνυμο, συντριπτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συντριπτικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συντονισμός στα ουκρανικά - координація, погодження, погодженість, координацію
  • συντρίβω στα ουκρανικά - швиргати, залийте, законно, навально, опановувати, губити, розбити, ...
  • συντροφιά στα ουκρανικά - дружба, товариство, спілкування, Общение, Співтовариство
  • συνυπάρχω στα ουκρανικά - співіснуйте, співіснувати, співіснуватимуть
Τυχαίες λέξεις
Συντριπτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нищівний, дроблення, роздрібнення, подрібнення, розподіл, поділ