Συντριπτικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: συντριπτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zúzó, zúzás, aprítás, őrlőberendezések, zúzóberendezés
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντριπτικός
συντριπτικόσ συνώνυμο, συντριπτικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συντριπτικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- συντονισμός στα ουγγρικά - egyeztetés, összehangolás, koordináció, koordinációs, koordinációt
- συντρίβω στα ουγγρικά - nyalintás, nyalás, gondolatjel, szikes, vágta, borravaló, sózó, ...
- συντροφιά στα ουγγρικά - társaság, társaságát, társaságot, társasága, társaságára
- συνυπάρχω στα ουγγρικά - egymás mellett, együtt élni, együtt léteznek
Τυχαίες λέξεις
Συντριπτικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: zúzó, zúzás, aprítás, őrlőberendezések, zúzóberendezés
Μεταφράσεις: zúzó, zúzás, aprítás, őrlőberendezések, zúzóberendezés