Συντριπτικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: συντριπτικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trupinimo, gniuždymo, smulkinimo, smulkinimas, susmulkinimo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντριπτικός
συντριπτικόσ συνώνυμο, συντριπτικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συντριπτικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συντονισμός στα λιθουανικά - koordinavimas, koordinavimo, koordinavimą, koordinuoti, derinimas
- συντρίβω στα λιθουανικά - brūkšnys, šliuksėti, žlegsėti, žlegsėjimas, žliugsėti, žliugsėjimas
- συντροφιά στα λιθουανικά - draugija, kompanija, draugavimas, companionship, draugė, Biedriskums
- συνυπάρχω στα λιθουανικά - koegzistuoti, kartu, egzistuoti kartu, egzistuoti, koegzistavimas
Τυχαίες λέξεις
Συντριπτικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: trupinimo, gniuždymo, smulkinimo, smulkinimas, susmulkinimo
Μεταφράσεις: trupinimo, gniuždymo, smulkinimo, smulkinimas, susmulkinimo