Συντριπτικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: συντριπτικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
драбненне, драбленне, драбнення, дзяленне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντριπτικός
συντριπτικόσ συνώνυμο, συντριπτικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συντριπτικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- συντονισμός στα λευκορωσικά - каардынацыя
- συντρίβω στα λευκορωσικά - шумапрыглушэнне
- συντροφιά στα λευκορωσικά - зносіны, Каханне Зносіны, стасункі, Каханне, размову
- συνυπάρχω στα λευκορωσικά - суіснаваць
Τυχαίες λέξεις
Συντριπτικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: драбненне, драбленне, драбнення, дзяленне
Μεταφράσεις: драбненне, драбленне, драбнення, дзяленне