Συντριπτικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: συντριπτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breken, verpletterend, verpletterende, verpletteren, het breken
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντριπτικός
συντριπτικόσ συνώνυμο, συντριπτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συντριπτικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συντονισμός στα ολλανδικά - coördinatie, de coördinatie, afstemming, coördinatie van, cooerdinatie
- συντρίβω στα ολλανδικά - duw, verbrijzelen, mep, tik, intrappen, bedelven, verpletteren, ...
- συντροφιά στα ολλανδικά - gezelschap, kameraadschap, omgang, het gezelschap
- συνυπάρχω στα ολλανδικά - naast elkaar bestaan, samenleven, samengaan, naast elkaar, coëxisteren
Τυχαίες λέξεις
Συντριπτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: breken, verpletterend, verpletterende, verpletteren, het breken
Μεταφράσεις: breken, verpletterend, verpletterende, verpletteren, het breken