Τοπογράφος στα δανικά
Μετάφραση: τοπογράφος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
landmåler, landinspektør, inspektør, skibsinspektør, surveyor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τοπογράφος
τοπογράφος μηχανικός χαλκιδική, τοπογράφος πε, τοπογράφος εργασία, τοπογράφος θεσσαλονίκη, τοπογράφος χαλκιδική, τοπογράφος λεξικό γλώσσας δανικά, τοπογράφος στα δανικά
Μεταφράσεις
- τοπικά στα δανικά - lokalt, lokale, lokal
- τοπικός στα δανικά - lokal, lokale, lokalt, den lokale, lokaloplysninger
- τοποθέτηση στα δανικά - placering, placeringen, anbringelse, emission, anbringelsen
- τοποθεσία στα δανικά - sted, plads, beliggenhed, placering, Beliggenhed, placeringen, Location
Τυχαίες λέξεις
Τοπογράφος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: landmåler, landinspektør, inspektør, skibsinspektør, surveyor
Μεταφράσεις: landmåler, landinspektør, inspektør, skibsinspektør, surveyor