Τοπογράφος στα εσθονικά

Μετάφραση: τοπογράφος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
geodeet, ülevaataja, inspektor, maamõõtja, ülevaatajale, organisatsiooni inspektori
Τοπογράφος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τοπογράφος

τοπογράφος μηχανικός χαλκιδική, τοπογράφος πε, τοπογράφος εργασία, τοπογράφος θεσσαλονίκη, τοπογράφος χαλκιδική, τοπογράφος λεξικό γλώσσας εσθονικά, τοπογράφος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • τοπικά στα εσθονικά - kohalikult, kohapeal, lokaalselt, kohalikul tasandil, piirkonnast
  • τοπικός στα εσθονικά - kohalik, lokaalne, kohalike, kohaliku, kohalikud, kohalikul
  • τοποθέτηση στα εσθονικά - paigutus, asetus, töölesuunamine, paigutuse, paigutamine, paigutamise, praktika
  • τοποθεσία στα εσθονικά - asend, asukoht, ametikoht, positsioon, asukoha, asukohta, asukohaga, ...
Τυχαίες λέξεις
Τοπογράφος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: geodeet, ülevaataja, inspektor, maamõõtja, ülevaatajale, organisatsiooni inspektori