Τοπογράφος στα ολλανδικά
Μετάφραση: τοπογράφος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
landmeter, expert, surveyor, inspecteur, vastgoeddeskundige
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τοπογράφος
τοπογράφος μηχανικός χαλκιδική, τοπογράφος πε, τοπογράφος εργασία, τοπογράφος θεσσαλονίκη, τοπογράφος χαλκιδική, τοπογράφος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τοπογράφος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τοπικά στα ολλανδικά - plaatselijk, lokaal, ter plaatse, lokale, plaatse
- τοπικός στα ολλανδικά - plaatselijk, lokaal, lokale, plaatselijke, de lokale
- τοποθέτηση στα ολλανδικά - plaatsing, stage, plaatsen, de plaatsing, plaatsing van
- τοποθεσία στα ολλανδικά - zetten, positie, plaatsen, standpunt, stand, vooruitzicht, zetel, ...
Τυχαίες λέξεις
Τοπογράφος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: landmeter, expert, surveyor, inspecteur, vastgoeddeskundige
Μεταφράσεις: landmeter, expert, surveyor, inspecteur, vastgoeddeskundige