Τοπογράφος στα τούρκικα
Μετάφραση: τοπογράφος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilirkişi, sörveyör, kadastrocu, anketçi, araştırmacı
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τοπογράφος
τοπογράφος μηχανικός χαλκιδική, τοπογράφος πε, τοπογράφος εργασία, τοπογράφος θεσσαλονίκη, τοπογράφος χαλκιδική, τοπογράφος λεξικό γλώσσας τούρκικα, τοπογράφος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- τοπικά στα τούρκικα - lokal olarak, yerel, yerel olarak, lokal
- τοπικός στα τούρκικα - yerli, yöresel, yerel, lokal, yerel bir
- τοποθέτηση στα τούρκικα - yerleştirme, Sıralama, yerleşim, Personel Sıralama, yerleşimi
- τοποθεσία στα τούρκικα - perspektif, koymak, davranış, durum, yer, memuriyet, duruş, ...
Τυχαίες λέξεις
Τοπογράφος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bilirkişi, sörveyör, kadastrocu, anketçi, araştırmacı
Μεταφράσεις: bilirkişi, sörveyör, kadastrocu, anketçi, araştırmacı