Αρχαιολόγος στα εσθονικά

Μετάφραση: αρχαιολόγος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
antikvaar, antikvaarne, arheoloog, arheoloogi, arheo-
Αρχαιολόγος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρχαιολόγος

αρχαιολόγος σπυρόπουλος, αρχαιολόγος θέσεις εργασίας, αρχαιολόγοσ καρκαβίτσασ, αρχαιολόγος ορισμός, αρχαιολόγος εργασία, αρχαιολόγος λεξικό γλώσσας εσθονικά, αρχαιολόγος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αρχαιολογία στα εσθονικά - arheoloogia, arheoloogias, arheoloogiat, arheoloogiast
  • αρχαιολογικός στα εσθονικά - arheoloog, arheoloogiline, arheoloogilise, arheoloogilised, arheoloogiliste, arheoloogia
  • αρχαιότητα στα εσθονικά - vanaaeg, antiikese, vanavara, antiik, antiikajast, antiikaja, antiikajal, ...
  • αρχηγός στα εσθονικά - juht, pealik, vastutav, peamine, peatoimetaja
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιολόγος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: antikvaar, antikvaarne, arheoloog, arheoloogi, arheo-