Αρχαιολόγος στα ολλανδικά
Μετάφραση: αρχαιολόγος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
archeoloog, archeologe, de archeoloog, archeologen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαιολόγος
αρχαιολόγος σπυρόπουλος, αρχαιολόγος θέσεις εργασίας, αρχαιολόγοσ καρκαβίτσασ, αρχαιολόγος ορισμός, αρχαιολόγος εργασία, αρχαιολόγος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αρχαιολόγος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αρχαιολογία στα ολλανδικά - oudheidkunde, archeologie, de archeologie, archeologisch, archeologische
- αρχαιολογικός στα ολλανδικά - archeologische, archeologisch, de archeologische, archeologie
- αρχαιότητα στα ολλανδικά - oudheid, ouderdom, de oudheid, antiquiteit, antieke
- αρχηγός στα ολλανδικά - baas, chef, gebieder, aanvoerder, hoofd, leider, hoofdman, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιολόγος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: archeoloog, archeologe, de archeoloog, archeologen
Μεταφράσεις: archeoloog, archeologe, de archeoloog, archeologen