Αρχαιολόγος στα ουγγρικά
Μετάφραση: αρχαιολόγος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
régész, archeológus, régésze, régésznek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαιολόγος
αρχαιολόγος σπυρόπουλος, αρχαιολόγος θέσεις εργασίας, αρχαιολόγοσ καρκαβίτσασ, αρχαιολόγος ορισμός, αρχαιολόγος εργασία, αρχαιολόγος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αρχαιολόγος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αρχαιολογία στα ουγγρικά - régészet, régészeti, a régészet, régészetet, archeológia
- αρχαιολογικός στα ουγγρικά - archeológus, régészeti, a régészeti, archeológiai
- αρχαιότητα στα ουγγρικά - ókor, ókoriak, antikvitás, ókorban, ókortól, antik
- αρχηγός στα ουγγρικά - főnök, fő, legfőbb, vezető, vezetője
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιολόγος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: régész, archeológus, régésze, régésznek
Μεταφράσεις: régész, archeológus, régésze, régésznek