Αρχαιολόγος στα λιθουανικά
Μετάφραση: αρχαιολόγος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
archeologas, archeologė, archeologo, archeologija
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαιολόγος
αρχαιολόγος σπυρόπουλος, αρχαιολόγος θέσεις εργασίας, αρχαιολόγοσ καρκαβίτσασ, αρχαιολόγος ορισμός, αρχαιολόγος εργασία, αρχαιολόγος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αρχαιολόγος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αρχαιολογία στα λιθουανικά - archeologija, archeologiniai, archeology, archeologijos
- αρχαιολογικός στα λιθουανικά - archeologinis, archeologijos, archeologinės, archeologiniai, archeologinių
- αρχαιότητα στα λιθουανικά - senovė, antika, senovėje, Senaties, antikos
- αρχηγός στα λιθουανικά - vadovas, vadas, vyriausiasis, viršininkas, pagrindinis, vyr
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιολόγος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: archeologas, archeologė, archeologo, archeologija
Μεταφράσεις: archeologas, archeologė, archeologo, archeologija