Αρχαιολόγος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αρχαιολόγος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
антикварний, археологічний, старовинний, археолог
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαιολόγος
αρχαιολόγος σπυρόπουλος, αρχαιολόγος θέσεις εργασίας, αρχαιολόγοσ καρκαβίτσασ, αρχαιολόγος ορισμός, αρχαιολόγος εργασία, αρχαιολόγος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αρχαιολόγος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αρχαιολογία στα ουκρανικά - археологія, археология, Географія, Підводний, Підводний світ
- αρχαιολογικός στα ουκρανικά - археолог, археологічний, археологічна, археологічного
- αρχαιότητα στα ουκρανικά - древності, стародавності, старина, античність, стародавність, старовину, давнину, ...
- αρχηγός στα ουκρανικά - сірий, повільний, неповороткий, інертний, важкий, головний, головне, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιολόγος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: антикварний, археологічний, старовинний, археолог
Μεταφράσεις: антикварний, археологічний, старовинний, археолог