Αρχαιολόγος στα πολωνικά
Μετάφραση: αρχαιολόγος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
antykwaryczny, antykwariusz, archeolog, archeologiem, archeologa, archeologów
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαιολόγος
αρχαιολόγος σπυρόπουλος, αρχαιολόγος θέσεις εργασίας, αρχαιολόγοσ καρκαβίτσασ, αρχαιολόγος ορισμός, αρχαιολόγος εργασία, αρχαιολόγος λεξικό γλώσσας πολωνικά, αρχαιολόγος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αρχαιολογία στα πολωνικά - archeologia, archeologii, archeology, archeologiczne
- αρχαιολογικός στα πολωνικά - archeolog, archeologiczny, archeologiczne, Archaeological, archeologicznych, archeologicznym
- αρχαιότητα στα πολωνικά - antyk, dawność, starożytność, starodawność, starożytności, antyku
- αρχηγός στα πολωνικά - lider, prowodyr, hegemon, przywódca, szef, prym, kierownik, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιολόγος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: antykwaryczny, antykwariusz, archeolog, archeologiem, archeologa, archeologów
Μεταφράσεις: antykwaryczny, antykwariusz, archeolog, archeologiem, archeologa, archeologów