Αρχαιολόγος στα τούρκικα
Μετάφραση: αρχαιολόγος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arkeolog, bir arkeolog, arkeoloğu, arkeologdur
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχαιολόγος
αρχαιολόγος σπυρόπουλος, αρχαιολόγος θέσεις εργασίας, αρχαιολόγοσ καρκαβίτσασ, αρχαιολόγος ορισμός, αρχαιολόγος εργασία, αρχαιολόγος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αρχαιολόγος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αρχαιολογία στα τούρκικα - arkeoloji, arkeolojik, arkeolojisi, arkeolojinin
- αρχαιολογικός στα τούρκικα - arkeolojik, arkeoloji, arkeolojik sit, bir arkeolojik
- αρχαιότητα στα τούρκικα - eskilik, antik, eskieşyalar, eski çağlardan, antiquity
- αρχηγός στα τούρκικα - önder, lider, kılavuz, baş, başkanı, şefi, sorumlusu, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιολόγος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: arkeolog, bir arkeolog, arkeoloğu, arkeologdur
Μεταφράσεις: arkeolog, bir arkeolog, arkeoloğu, arkeologdur