Σοκ στα εσθονικά
Μετάφραση: σοκ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
šokk, šoki, shock, šokki, löögi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σοκ
σοκ η παπούλια πέθανε στον ύπνο της, σοκ αν το δείς στο στηθοσ της γυναικασ τρέχα, σοκ συνωνυμα, σοκ λιντερ, σοκ ξυλοκόπησε τη μητέρα του σε στούντιο εκπομπής, σοκ λεξικό γλώσσας εσθονικά, σοκ στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- σοβατζής στα εσθονικά - krohvija, Rappaaja, Rappari
- σοδειά στα εσθονικά - piitsavars, tootma, tulu, lõikama, saak, pügama, põllukultuur, ...
- σοκάκι στα εσθονικά - põiktänav, vahekäik, backstreet
- σοκολάτα στα εσθονικά - šokolaad, šokolaadi, chocolate, šokolaadiga, šokolaadist
Τυχαίες λέξεις
Σοκ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: šokk, šoki, shock, šokki, löögi
Μεταφράσεις: šokk, šoki, shock, šokki, löögi