Σοκ στα ουκρανικά

Μετάφραση: σοκ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поштовх, юрма, потрясіння, шок, удар, зворушення
Σοκ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σοκ

σοκ η παπούλια πέθανε στον ύπνο της, σοκ αν το δείς στο στηθοσ της γυναικασ τρέχα, σοκ συνωνυμα, σοκ λιντερ, σοκ ξυλοκόπησε τη μητέρα του σε στούντιο εκπομπής, σοκ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σοκ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σοβατζής στα ουκρανικά - штукатуриться, штукатур
  • σοδειά στα ουκρανικά - жнива, зерно, воло, зоб, урожай, врожай
  • σοκάκι στα ουκρανικά - кегельбан, провулок, переулок, пров
  • σοκολάτα στα ουκρανικά - шоколад, цукерка, шоколадний
Τυχαίες λέξεις
Σοκ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: поштовх, юрма, потрясіння, шок, удар, зворушення