Σοκ στα δανικά

Μετάφραση: σοκ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
chokere, chok, shock, stød
Σοκ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σοκ

σοκ η παπούλια πέθανε στον ύπνο της, σοκ αν το δείς στο στηθοσ της γυναικασ τρέχα, σοκ συνωνυμα, σοκ λιντερ, σοκ ξυλοκόπησε τη μητέρα του σε στούντιο εκπομπής, σοκ λεξικό γλώσσας δανικά, σοκ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σοβατζής στα δανικά - plasterer, pudsebræt, Stuklofte, Stukloft, gipsarbejder
  • σοδειά στα δανικά - afgrøde, høste, høst, afgrøden, afgrøder, af afgrøder
  • σοκάκι στα δανικά - stræde, Backstreet, baggade, af Backstreet, i Backstreet
  • σοκολάτα στα δανικά - chokolade, chocolade, chocolate, chokoladen
Τυχαίες λέξεις
Σοκ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: chokere, chok, shock, stød