Σοκ στα ολλανδικά

Μετάφραση: σοκ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schokken, schudden, kwetsen, choqueren, opschudden, schok, shock, schok te, schokken te
Σοκ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σοκ

σοκ η παπούλια πέθανε στον ύπνο της, σοκ αν το δείς στο στηθοσ της γυναικασ τρέχα, σοκ συνωνυμα, σοκ λιντερ, σοκ ξυλοκόπησε τη μητέρα του σε στούντιο εκπομπής, σοκ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σοκ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σοβατζής στα ολλανδικά - stukadoor, Plasterer, stukadoor van, stucadoor, De Stukadoor van
  • σοδειά στα ολλανδικά - rendement, oogst, oogsten, gewas, opbrengst, afstaan, gewassen, ...
  • σοκάκι στα ολλανδικά - steeg, Backstreet, achterstraat, in achterstraat, van Backstreet, achterafstraatje
  • σοκολάτα στα ολλανδικά - chocolade, chocola, chocolate, chocolademelk, chocolade-
Τυχαίες λέξεις
Σοκ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schokken, schudden, kwetsen, choqueren, opschudden, schok, shock, schok te, schokken te