Σοκ στα ιταλικά

Μετάφραση: σοκ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scandalizzare, urto, scossa, shock, scioccare, scosse, urti
Σοκ στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σοκ

σοκ η παπούλια πέθανε στον ύπνο της, σοκ αν το δείς στο στηθοσ της γυναικασ τρέχα, σοκ συνωνυμα, σοκ λιντερ, σοκ ξυλοκόπησε τη μητέρα του σε στούντιο εκπομπής, σοκ λεξικό γλώσσας ιταλικά, σοκ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • σοβατζής στα ιταλικά - intonacatore, Impresa di gessatura, stuccatore, plasterer, di gessatura
  • σοδειά στα ιταλικά - mietitura, fruttare, rendimento, raccogliere, ricavo, profitto, messe, ...
  • σοκάκι στα ιταλικά - vicolo, viuzza, Backstreet, stradina, strada secondaria, di Backstreet, stradina secondaria
  • σοκολάτα στα ιταλικά - cioccolatino, cioccolata, cioccolato, di cioccolato, al cioccolato, il cioccolato
Τυχαίες λέξεις
Σοκ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: scandalizzare, urto, scossa, shock, scioccare, scosse, urti