Βάγια στα ισλανδικά

Μετάφραση: βάγια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjúkra, hjúkrunarkona, lófa, Palm, í Palm, pálma
Βάγια στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάγια

βάγια ζεππάτου, βάγια ταύρος, βάγια καραφεϊζη, βάγια βλάχου, βάγια νικλήτσα, βάγια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βάγια στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αύρα στα ισλανδικά - gola, andvari, gola til
  • αύριο στα ισλανδικά - á morgun, morgun
  • βάζω στα ισλανδικά - leggja, setja, láta, búð, sett, að setja, setti, ...
  • βάθος στα ισλανδικά - dýpi, dýpt, ítarlegum
Τυχαίες λέξεις
Βάγια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hjúkra, hjúkrunarkona, lófa, Palm, í Palm, pálma