Βάγια στα ολλανδικά

Μετάφραση: βάγια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ziekenverpleegster, ziekenzuster, verpleegster, verzorgen, palm, handpalm, palmbomen, palmen, de palm
Βάγια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάγια

βάγια ζεππάτου, βάγια ταύρος, βάγια καραφεϊζη, βάγια βλάχου, βάγια νικλήτσα, βάγια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βάγια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αύρα στα ολλανδικά - nimbus, stralenkrans, bries, wind, briesje, krachtige wind, stil
  • αύριο στα ολλανδικά - morgen, van morgen, toekomst, de toekomst
  • βάζω στα ολλανδικά - steken, benutten, instoppen, pakhuis, winkel, magazijn, aandoen, ...
  • βάθος στα ολλανδικά - diepte, kolk, diepgaande, grondige, de diepte, diepgaand
Τυχαίες λέξεις
Βάγια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ziekenverpleegster, ziekenzuster, verpleegster, verzorgen, palm, handpalm, palmbomen, palmen, de palm