Προικοδότηση στα ισλανδικά

Μετάφραση: προικοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endowment
Προικοδότηση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικοδότηση

προικοδότηση ε1, προικοδότηση αεροποριας, προικοδότηση αστυνομικων 2014, προικοδότηση αστυνομικων 2013, προικοδότηση πολεμικου ναυτικου, προικοδότηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, προικοδότηση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • προικίζω στα ισλανδικά - Dower
  • προικισμένος στα ισλανδικά - hæfileikaríkur, hæfileikarík, duglegu, hæfileikaríki, þykir einnig afar góðar
  • προκαλώ στα ισλανδικά - orsök, ástæða, áskorun, Challenge, Áskorunin, viðfangsefni, verkefni
  • προκατάληψη στα ισλανδικά - hlutdrægni, Meðalskekkja, hneigð, hneigðin, skekkjur
Τυχαίες λέξεις
Προικοδότηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: endowment