Προικοδότηση στα ρωσικά

Μετάφραση: προικοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пожертвование, наделение, дар, вклад, дарование, надел, фонд, пожертвований, Endowment, Накопительное, облечение
Προικοδότηση στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προικοδότηση

προικοδότηση ε1, προικοδότηση αεροποριας, προικοδότηση αστυνομικων 2014, προικοδότηση αστυνομικων 2013, προικοδότηση πολεμικου ναυτικου, προικοδότηση λεξικό γλώσσας ρωσικά, προικοδότηση στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • προικίζω στα ρωσικά - жертвовать, наделять, облечь, завещать, облекать, наделить, оделять, ...
  • προικισμένος στα ρωσικά - способный, одаренный, талантливый, даровитый, одаренным, одаренных, одаренные
  • προκαλώ στα ρωσικά - разубедить, сомневаться, вызвать, мотив, обусловить, натворить, побуждать, ...
  • προκατάληψη στα ρωσικά - предрасположенность, предубеждение, тенденциозность, склон, ущерб, покатость, склонность, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικοδότηση στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: пожертвование, наделение, дар, вклад, дарование, надел, фонд, пожертвований, Endowment, Накопительное, облечение