Προικοδότηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: προικοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пожертва, надяг, надів, наділ, наділення, фонд, фонду
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προικοδότηση
προικοδότηση ε1, προικοδότηση αεροποριας, προικοδότηση αστυνομικων 2014, προικοδότηση αστυνομικων 2013, προικοδότηση πολεμικου ναυτικου, προικοδότηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προικοδότηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προικίζω στα ουκρανικά - заповісти, наділяти, обдаровувати, заповісте, придане, посаг
- προικισμένος στα ουκρανικά - обдарований, талановитий, обдарована
- προκαλώ στα ουκρανικά - завдавати, завдати, санкція, справа, провокатор, виклик, відвід, ...
- προκατάληψη στα ουκρανικά - упередження, схильність, передісторія, упереджений, зсув, зміщення, усунення, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικοδότηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пожертва, надяг, надів, наділ, наділення, фонд, фонду
Μεταφράσεις: пожертва, надяг, надів, наділ, наділення, фонд, фонду